ἐναποσφάττω: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_1)
(11)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποσφάττω''': [[ἀποσφάττω]], ὁ μὲν οὖν ἐν ὄψει φονευθεῖσιν ἐναπεσφάγη τοῖς παισὶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 1.
|lstext='''ἐναποσφάττω''': [[ἀποσφάττω]], ὁ μὲν οὖν ἐν ὄψει φονευθεῖσιν ἐναπεσφάγη τοῖς παισὶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[degollar]] en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.<i>BI</i> 4.379.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐναποσφάττω]] (AM)<br />[[σφάζω]], [[σκοτώνω]] επί τόπου, [[αμέσως]] (χρησιμοπ. [[κυρίως]] το παθ. [[ἐναποσφάττομαι]]).
}}
}}

Latest revision as of 07:08, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 828] dabei abschlachten, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποσφάττω: ἀποσφάττω, ὁ μὲν οὖν ἐν ὄψει φονευθεῖσιν ἐναπεσφάγη τοῖς παισὶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 13, 1.

Spanish (DGE)

degollar en v. pas. μόνους ἐναποσφάττεσθαι τοὺς πένητας I.BI 4.379.

Greek Monolingual

ἐναποσφάττω (AM)
σφάζω, σκοτώνω επί τόπου, αμέσως (χρησιμοπ. κυρίως το παθ. ἐναποσφάττομαι).