κιονίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(6_19)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑονίτης''': -ου, ὁ, = [[στηλίτης]], Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ὅμοιος]] πρὸς κίονα, [[αὐτόθι]] 111. 74.
|lstext='''κῑονίτης''': -ου, ὁ, = [[στηλίτης]], Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ὅμοιος]] πρὸς κίονα, [[αὐτόθι]] 111. 74.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιονίτης]], ὁ (Μ) [[κίων]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με στύλο, [[κιονοειδής]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικεί σε στύλο.
}}
}}

Latest revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κῑονίτης: -ου, ὁ, = στηλίτης, Εὐσταθ. Πονημάτ. 190. 2., 191. 40. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὅμοιος πρὸς κίονα, αὐτόθι 111. 74.

Greek Monolingual

κιονίτης, ὁ (Μ) κίων
1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής
2. αυτός που κατοικεί σε στύλο.