εὐλογοφάνεια: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_11) |
(15) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐλογοφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὐλογοφανής]], ὁ [[διάβολος]] μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ. | |lstext='''εὐλογοφάνεια''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὐλογοφανής]], ὁ [[διάβολος]] μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐλογοφάνεια]]) [[ευλογοφανής]]<br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, πιθανό, η [[αληθοφάνεια]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:14, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, Anschein von Wahrscheinlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλογοφάνεια: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὐλογοφανής, ὁ διάβολος μετ’ εὐλογοφανείας βλάπτει ἡμᾶς Δωρόθ. 5. 775, κλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐλογοφάνεια) ευλογοφανής
το να φαίνεται κάτι εύλογο, πιθανό, η αληθοφάνεια.