κολερός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_4)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολερός''': ά, ον, ([[κόλος]]) ἔχων βραχὺ [[ἔριον]], ὄϊες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5.
|lstext='''κολερός''': ά, ον, ([[κόλος]]) ἔχων βραχὺ [[ἔριον]], ὄϊες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5.
}}
{{elru
|elrutext='''κολερός:''' [[κόλος]] короткошерстый (ὄϊες Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 23:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1473] (κόλοςἔριον), ά, όν, kurzwollig, kurzhaarig, ὄϊες, Arist. H. A. 8, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κολερός: ά, ον, (κόλος) ἔχων βραχὺ ἔριον, ὄϊες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5.

Russian (Dvoretsky)

κολερός: κόλος короткошерстый (ὄϊες Arst.).