προάναρχος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προάναρχος''': -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ [[ἄνευ]] ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. [[προανούσιος]]. | |lstext='''προάναρχος''': -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ [[ἄνευ]] ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. [[προανούσιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[πριν]] από [[κάθε]] [[αρχή]] και [[είναι]] [[χωρίς]] [[αρχή]] («υἱέ θεοῦ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προανάρχως</i> (Μ)<br />[[πριν]] από [[κάθε]] [[αρχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄναρχος]] «αυτός που δεν έχει [[αρχή]]»]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προάναρχος:''' [[предначальный]], [[предвечный]] ([[θεός]] Anth.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 20 August 2022
Greek (Liddell-Scott)
προάναρχος: -ον, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς καὶ ἄνευ ἀρχῆς, θεὸς Ἀνθ. Π. 1. 27· τῷ προανάρχῳ θεῷ φίλα Εὐστ. Πονημάτ. 76. 77· πρβλ. προανούσιος.
Greek Monolingual
-ον ΜΑ
αυτός που βρίσκεται πριν από κάθε αρχή και είναι χωρίς αρχή («υἱέ θεοῦ, Χριστέ, προάναρχε ἁπάντων», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
προανάρχως (Μ)
πριν από κάθε αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἄναρχος «αυτός που δεν έχει αρχή»].
Russian (Dvoretsky)
προάναρχος: предначальный, предвечный (θεός Anth.).