περιπίμπλαμαι: Difference between revisions

(6_20)
m (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripimplamai
|Transliteration C=peripimplamai
|Beta Code=peripi/mplamai
|Beta Code=peripi/mplamai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be filled full of</b>. λευκότητος περιεπλήσθη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>156e</span>: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.28</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be filled full of]]. λευκότητος περιεπλήσθη [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.''HG''3.2.28.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />πληρούμαι από όλες τις πλευρές, [[τελείως]] («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ [[χρῶμα]] λευκότητος περιεπλήσθη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πίμπλαμαι</i> «[[γεμίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπίμπλαμαι:''' αόρ. αʹ <i>περιε-πλήσθην</i>, Παθ., πληρούμαι, [[γεμίζω]] εντελώς, σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ [[οἰκία]] Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.
|lstext='''περιπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ [[οἰκία]] Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 περιε-πλήσθην<br />Pass. to be [[filled]] [[full]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 05:30, 26 September 2023

English (LSJ)

Pass., to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.

Greek Monolingual

Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].

Greek Monotonic

περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.

Middle Liddell

aor1 περιε-πλήσθην
Pass. to be filled full, Xen.