σηκοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(6_4)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, [[Πολυδ]]. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.
|lstext='''σηκοφύλαξ''': -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[φύλακας]] του σηκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σηκός]] «[[κυρίως]] [[ναός]]» <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek (Liddell-Scott)

σηκοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ φυλάττων τὸν σηκόν, aedituus, Πολυδ. Ἑρμηνεύμ. κ. καθημερ. ὁμιλ. ἔκδ. Roucherie σ. 93.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
φύλακας του σηκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «κυρίως ναός» + φύλαξ.