μολυβδοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_15) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=molyvdokopos | |Transliteration C=molyvdokopos | ||
|Beta Code=molubdoko/pos | |Beta Code=molubdoko/pos | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, [[one who inscribes]] curses [[on leaden plates]], Tab.Defix.100A13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολυβδοκόπος''': ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ. | |lstext='''μολυβδοκόπος''': ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολυβδοκόπος]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 04:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, one who inscribes curses on leaden plates, Tab.Defix.100A13.
German (Pape)
[Seite 200] ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδοκόπος: ὁ, ὁ σφυρηλατῶν πλάκας ἐκ μολύβδου, Συλλ. Ἐπιγρ. 539· - περὶ τῆς χρήσεως τοιούτων πλακῶν εἰς ἀναθηματικὰς ἐπιγραφὰς καὶ ἀρὰς ἴδε Newton Ἁλικ. σ. 720 κἑξ.
Greek Monolingual
μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -κόπος].