θοινατικός: Difference between revisions

(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoinatikos
|Transliteration C=thoinatikos
|Beta Code=qoinatiko/s
|Beta Code=qoinatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a feast</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.7</span> (v.l. [[-ητικός]]).</span>
|Definition=θοινατική, θοινατικόν, [[of a feast]] or [[for a feast]], X.Oec.9.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[θοινατητικός]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne les festins]], [[de festin]].<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''θοινᾱτικός:''' [[пиршественный]], [[обеденный]] (ὄργανα Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θοινατικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπόσιον]], Ξεν. Οἰκ. 9. 7.
|lstext='''θοινατικός''': -ή, -όν, [[ἀνήκων]] ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμπόσιον]], Ξεν. Οἰκ. 9. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[θοινατικός]], -ή, -όν (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[συμπόσιο]] («θοινατικά ὄργανα», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θοινᾱτικός:''' -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε [[συμπόσιο]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θοινᾱτικός, ή, όν, of or for a [[feast]], Xen. [from [[θοινάω]]]
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

English (LSJ)

θοινατική, θοινατικόν, of a feast or for a feast, X.Oec.9.7 (v.l. θοινατητικός).

German (Pape)

[Seite 1213] zum Schmause gehörig, ὄργανα Xen. Oec. 9, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les festins, de festin.
Étymologie: θοίνη.

Russian (Dvoretsky)

θοινᾱτικός: пиршественный, обеденный (ὄργανα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

θοινατικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμπόσιον, Ξεν. Οἰκ. 9. 7.

Greek Monolingual

θοινατικός, -ή, -όν (Α) θοινώ
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.).

Greek Monotonic

θοινᾱτικός: -ή, -όν, αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε συμπόσιο, σε Ξεν.

Middle Liddell

θοινᾱτικός, ή, όν, of or for a feast, Xen. [from θοινάω]