μαλκόν: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
(6_3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malkon
|Transliteration C=malkon
|Beta Code=malko/n
|Beta Code=malko/n
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μάλκιος]].</span>
|Definition=v. [[μάλκιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαλκόν''': «[[μαλακὸν]]» Ἡσύχ.
|lstext='''μαλκόν''': «[[μαλακὸν]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαλκόν]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μαλκόν]]<br />μαλακόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του [[μαλακός]], με [[συγκοπή]]. Ο τ. <i>μαλκῆν</i> («τὸ [[ἐπικόπανον]]» [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) αναφέρεται [[επομένως]] στο [[στέλεχος]] του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].
}}
}}

Latest revision as of 03:45, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλκόν Medium diacritics: μαλκόν Low diacritics: μαλκόν Capitals: ΜΑΛΚΟΝ
Transliteration A: malkón Transliteration B: malkon Transliteration C: malkon Beta Code: malko/n

English (LSJ)

v. μάλκιος.

Greek (Liddell-Scott)

μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].