μελάγχυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_17)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελάγχῡλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα χυλόν, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt: Mss. τ. 2, σ. 182.
|lstext='''μελάγχῡλος''': -ον, ὁ ἔχων μέλανα χυλόν, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt: Mss. τ. 2, σ. 182.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελάγχυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρο χυλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χυλός]] ([[πρβλ]]. [[γλυκύχυλος]], [[ολιγόχυλος]])].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], = [[μελάγχυμος]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα χυλόν, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt: Mss. τ. 2, σ. 182.

Greek Monolingual

μελάγχυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο χυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύχυλος, ολιγόχυλος)].

German (Pape)

[ῡ], = μελάγχυμος, Sp.