ὀνητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6_11)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνητικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ὠφελήσῃ, [[ὠφέλιμος]], ἔκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
|lstext='''ὀνητικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ὠφελήσῃ, [[ὠφέλιμος]], ἔκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνητικός]], -ή, -όν (Α) [[ονητός]]<br />αυτός που μπορεί να ωφελήσει.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 347] nützend, nutzbar, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ ὠφελήσῃ, ὠφέλιμος, ἔκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ὀνητικός, -ή, -όν (Α) ονητός
αυτός που μπορεί να ωφελήσει.