ἀγεωργήτως: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{eles
|esgtx=[[virginalmente]]
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγεωργήτως''': ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.
|lstext='''ἀγεωργήτως''': ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 16 August 2022

Spanish

virginalmente

Greek (Liddell-Scott)

ἀγεωργήτως: ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.