ἀναχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anachalkeyo
|Transliteration C=anachalkeyo
|Beta Code=a)naxalkeu/w
|Beta Code=a)naxalkeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">forge anew</b>, τὰς πύλας <span class="bibl">Ps.-Callisth.3.29</span>.</span>
|Definition=[[forge anew]], τὰς πύλας Ps.-Callisth.3.29.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[refundir]] ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.<br /><b class="num">2</b> fig. [[restablecer]], [[renovar]] ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B<br /><b class="num">•</b>fig. [[devolver la vida]], [[resusucitar]] Cosm.Ind.<i>Top</i>.3.18.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναχαλκεύω''': [[χαλκεύω]] ἐκ νέου, [[κατεργάζομαι]] ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.
|lstext='''ἀναχαλκεύω''': [[χαλκεύω]] ἐκ νέου, [[κατεργάζομαι]] ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, [[ἀνακαινίζω]], ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀναχαλκεύω]])<br />(για μέταλλα) [[χαλκεύω]], [[κατεργάζομαι]] [[πάλι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανακαινίζω]], [[ανανεώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχαλκεύω Medium diacritics: ἀναχαλκεύω Low diacritics: αναχαλκεύω Capitals: ΑΝΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: anachalkeúō Transliteration B: anachalkeuō Transliteration C: anachalkeyo Beta Code: a)naxalkeu/w

English (LSJ)

forge anew, τὰς πύλας Ps.-Callisth.3.29.

Spanish (DGE)

1 refundir ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.
2 fig. restablecer, renovar ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B
fig. devolver la vida, resusucitar Cosm.Ind.Top.3.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχαλκεύω: χαλκεύω ἐκ νέου, κατεργάζομαι ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, ἀνακαινίζω, ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM ἀναχαλκεύω)
(για μέταλλα) χαλκεύω, κατεργάζομαι πάλι
μσν.
ανακαινίζω, ανανεώνω.