χαλκεόπους: Difference between revisions

(6_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεόπους''': [[χαλκόπους]], Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.
|lstext='''χαλκεόπους''': [[χαλκόπους]], Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.
}}
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Μ<br />[[χαλκόπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[χαλκόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 11 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόπους: χαλκόπους, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Μ
χαλκόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].