σιδήρωμα: Difference between revisions
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidiroma | |Transliteration C=sidiroma | ||
|Beta Code=sidh/rwma | |Beta Code=sidh/rwma | ||
|Definition=ατος, τό, in | |Definition=-ατος, τό, in plural, [[iron fittings]], PFlor.325.11 (v A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδήρωμα''': τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96. | |lstext='''σῐδήρωμα''': τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το σιδέρωμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τὰ σιδηρώματα</i><br />σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural, iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.
Greek Monolingual
τὸ, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
το σιδέρωμα
μσν.-αρχ.
(ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα
σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).