σιδήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidiroma
|Transliteration C=sidiroma
|Beta Code=sidh/rwma
|Beta Code=sidh/rwma
|Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">iron fittings</b>, PFlor.325.11 (v A.D.).</span>
|Definition=-ατος, τό, in plural, [[iron fittings]], PFlor.325.11 (v A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδήρωμα''': τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.
|lstext='''σῐδήρωμα''': τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το σιδέρωμα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τὰ σιδηρώματα</i><br />σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδήρωμα Medium diacritics: σιδήρωμα Low diacritics: σιδήρωμα Capitals: ΣΙΔΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sidḗrōma Transliteration B: sidērōma Transliteration C: sidiroma Beta Code: sidh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, iron fittings, PFlor.325.11 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisenarbeit, eisernes Werkzeug, Geräth, Gefäß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδήρωμα: τό, σιδηρᾶ ἀντικείμενα, Νικήτ. Εὐγεν. 8. 96.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
το σιδέρωμα
μσν.-αρχ.
(ιδίως στον πληθ.) τὰ σιδηρώματα
σιδερένια αντικείμενα, σκεύη ή εργαλεία («μηχανὴ ἑξηρτισμένη πάσῃ ξυλικῇ ἐξαρτίᾳ καὶ σιδηρώμασιν», πάπ.).