ἐνδοῖ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(6_4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδοῖ''': ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ἔνδοθι]], Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. [[οἴκοι]].
|lstext='''ἐνδοῖ''': ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ [[ἔνδοθι]], Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. [[οἴκοι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔνδοι]] και ἐνδοῖ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[μέσα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 835] od. ἔνδοι, dasselbe, Theocr. 15, 1. 77. S. Ahrens Dor. 365.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδοῖ: ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιαν. (Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 2, σ. 162, 10), ἔνδοι, Δωρ. καὶ Αἰολ. ἀντὶ τοῦ ἔνδοθι, Θεόκρ. 15. 1., 55. 77: πρβλ. οἴκοι.

Greek Monolingual

ἔνδοι και ἐνδοῖ (Α)
επίρρ. μέσα.