ξυλόσκαμνον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_22)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξυλόσκαμνον''': τό, ξύλινον [[σκάμνον]], Θεόγνωστ. Μοναχ. 857C.
|lstext='''ξυλόσκαμνον''': τό, ξύλινον [[σκάμνον]], Θεόγνωστ. Μοναχ. 857C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλόσκαμνον]], τὸ (Μ)<br />ξύλινο [[σκαμνί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[σκάμνον]].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξυλόσκαμνον: τό, ξύλινον σκάμνον, Θεόγνωστ. Μοναχ. 857C.

Greek Monolingual

ξυλόσκαμνον, τὸ (Μ)
ξύλινο σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + σκάμνον.