μάσομαι: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάσομαι:''' fut. к [[μαίομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.