λιγύτης: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_12)
 
(23)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγύτης''': -ητος, ἡ, [[εὐκρίνεια]], [[ἡδύτης]], Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.
|lstext='''λῐγύτης''': -ητος, ἡ, [[εὐκρίνεια]], [[ἡδύτης]], Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.
}}
{{grml
|mltxt=[[λιγύτης]], -ητος, ἡ (Μ) [[λιγύς]]<br />[[γλυκύτητα]] και [[ευκρίνεια]].
}}
}}

Latest revision as of 07:28, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύτης: -ητος, ἡ, εὐκρίνεια, ἡδύτης, Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.

Greek Monolingual

λιγύτης, -ητος, ἡ (Μ) λιγύς
γλυκύτητα και ευκρίνεια.