λιγύτης

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύτης: -ητος, ἡ, εὐκρίνεια, ἡδύτης, Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.

Greek Monolingual

λιγύτης, -ητος, ἡ (Μ) λιγύς
γλυκύτητα και ευκρίνεια.