κύπρινον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_1)
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] τό, sc. [[ἔλαιον]] oder [[μύρον]], Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüthe des Baumes [[κύπρος]] bereitet, Theophr., Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] τό, sc. [[ἔλαιον]] oder [[μύρον]], Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüte des Baumes [[κύπρος]] bereitet, Theophr., Diosc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
|lstext='''κύπρῐνον''': (δηλ. [[μύρον]]), τό, [[ἔλαιον]] ἢ [[μύρον]] κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.
}}
{{grml
|mltxt=[[κύπρινον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυπρίνος]] (II).
}}
}}

Latest revision as of 16:44, 17 February 2024

German (Pape)

[Seite 1534] τό, sc. ἔλαιον oder μύρον, Oel oder Salbe aus der wohlriechenden Blüte des Baumes κύπρος bereitet, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κύπρῐνον: (δηλ. μύρον), τό, ἔλαιονμύρον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ ἄνθους τῆς κύπρου, Ἀπολλών. Ἡροφ. παρ’ Ἀθην. 688F, Διοσκ. 1. 65· κυπρινέλαιον, Ἀλέξ. Τραλλ. 3. σ. 184.

Greek Monolingual

κύπρινον, τὸ (Α)
βλ. κυπρίνος (II).