ταχυβάδιστος: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(6_16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰχῠβάδιστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.
|lstext='''τᾰχῠβάδιστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βαδίζει [[γρήγορα]], [[ταχυβάμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάδιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαδίζω]]), [[πρβλ]]. [[πολυβάδιστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 1076] = Folgdm, Adamant. physiogn. 2, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠβάδιστος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2, 42.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυβάδιστος].