νεοφώτιστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(6_18) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοφώτιστος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ. | |lstext='''νεοφώτιστος''': -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[νιοφώτιστος]], -η, -ο (ΑΜ [[νεοφώτιστος]], -ον)<br />αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη [[διαδικασία]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασπάστηκε μια [[ιδεολογία]] πρόσφατα («[[νεοφώτιστος]] [[σοσιαλιστής]]»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 246] neu erleuchtet, = νεόφυτος 2), K. S.
Greek (Liddell-Scott)
νεοφώτιστος: -ον, ὁ πρὸ μικροῦ βαπτισθείς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9810, Μεθόδ. 148C, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 429Β, Χρυσ. ΧΙΙ, 763D, κλ.
Greek Monolingual
και νιοφώτιστος, -η, -ο (ΑΜ νεοφώτιστος, -ον)
αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη διαδικασία του βαπτίσματος
νεοελλ.
αυτός που ασπάστηκε μια ιδεολογία πρόσφατα («νεοφώτιστος σοσιαλιστής»).