πληθικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plithikos | |Transliteration C=plithikos | ||
|Beta Code=plhqikw=s | |Beta Code=plhqikw=s | ||
|Definition=Adv. | |Definition=Adv. [[in the majority of instances]], ''OGI''669.49 (Egypt, i A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πληθικῶς''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, [[καθόλου]] ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49. | |lstext='''πληθικῶς''': Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, [[καθόλου]] ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> ως επί το πλείστον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]] μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. [[πληθικός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. in the majority of instances, OGI669.49 (Egypt, i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
πληθικῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τὸ πλεῖστον, καθόλου ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 49.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ως επί το πλείστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος μέσω ενός αμάρτυρου στην αρχ. επίθ. πληθικός].