εὐδιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(6_5)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάζομαι''': ἀποθ., = [[εὐδιάω]], [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.
|lstext='''εὐδιάζομαι''': ἀποθ., = [[εὐδιάω]], [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάζομαι:''' [[наслаждаться покоем]]: [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. жизнь, полная безмятежного покоя.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 20 August 2022

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάζομαι: ἀποθ., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάζομαι: наслаждаться покоем: βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. жизнь, полная безмятежного покоя.