καινουργισμός: Difference between revisions

(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainourgismos
|Transliteration C=kainourgismos
|Beta Code=kainourgismo/s
|Beta Code=kainourgismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[καινουργία]], Suid. (v.l. [[-ησμός]]).</span>
|Definition=ὁ, = [[καινουργία]], Suid. ([[varia lectio|v.l.]] [[καινουργησμός]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργισμός''': «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ [[ἀρχαῖον]] [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]» Σουΐδ.
|lstext='''καινουργισμός''': «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ [[ἀρχαῖον]] [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]».
}}
}}

Latest revision as of 09:29, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁ, = καινουργία, Suid. (v.l. καινουργησμός).

German (Pape)

[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις».