ἀναμόρφωσις
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
-εως, ἡ, forming anew, Suid. s.v. καινουργισμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
renovación, nueva conformación εἰς θεόν Cyr.Al.M.73.192C, ἀπολισθησάντων ἀ. Dion.Ar.DN M.3.589B, cf. Sud.s.u. καινουργισμός.
German (Pape)
[Seite 198] ὴ, Umgestaltung, Verwandlung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμόρφωσις: -εως, ἡ, ἡ ἐκ νέου μόρφωσις, Κύριλλ.