ἀρχίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_14)
 
(big3_7)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχίτοκος''': ὁ, [[τόκος]] προστεθεὶς εἰς το κεφάλαιον, [[ἐπιτόκιον]], Ἐπιγρ. Βοιωτ. Ρωμ. Χρον. Μ. V. 127.
|lstext='''ἀρχίτοκος''': ὁ, [[τόκος]] προστεθεὶς εἰς το κεφάλαιον, [[ἐπιτόκιον]], Ἐπιγρ. Βοιωτ. Ρωμ. Χρον. Μ. V. 127.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[rentable]] de dinero, l.d. en <i>IG</i> 7.1738.6 (Tespias).
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίτοκος: ὁ, τόκος προστεθεὶς εἰς το κεφάλαιον, ἐπιτόκιον, Ἐπιγρ. Βοιωτ. Ρωμ. Χρον. Μ. V. 127.

Spanish (DGE)

-ον rentable de dinero, l.d. en IG 7.1738.6 (Tespias).