στροφοδινέομαι: Difference between revisions

(6_20)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strofodineomai
|Transliteration C=strofodineomai
|Beta Code=strofodine/omai
|Beta Code=strofodine/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wheel eddying round</b>, of vultures wheeling round their nest, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>51</span> (anap.): cf. [[στρεφεδινέω]].</span>
|Definition=Pass., [[wheel eddying round]], of vultures wheeling round their nest, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''51 (anap.): cf. [[στρεφεδινέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] [[rondcirkelen]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροφοδῑνέομαι:''' ([[δινέω]]), Παθ., [[κυλώ]] περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη [[φωλιά]] τους, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφοδῑνέομαι''': Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. [[στρεφεδινέω]].
|lstext='''στροφοδῑνέομαι''': Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. [[στρεφεδινέω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στροφο-δῑνέομαι, [[δινέω]]<br />Pass. to [[wheel]] eddying [[round]], of vultures wheeling [[round]] [[their]] [[nest]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:43, 29 October 2024

English (LSJ)

Pass., wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.

Greek Monotonic

στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.

Middle Liddell

στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.