ἡγεμονεία: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_11)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1149.png Seite 1149]] ἡ, s. [[ἡγεμονία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1149.png Seite 1149]] ἡ, s. [[ἡγεμονία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονεία:''' ἥ v. l. = [[ἡγεμονία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγεμονεία''': ἡμαρτημ. [[τύπος]] ἀντὶ [[ἡγεμονία]].
|lstext='''ἡγεμονεία''': ἡμαρτημ. [[τύπος]] ἀντὶ [[ἡγεμονία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡγεμόνεια]], ἡ (Α)<br />θηλ. του Ηγεμονεύς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του <i>ηγεμον</i>-<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ιερεύς]], [[ιέρεια]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:23, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1149] ἡ, s. ἡγεμονία.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμονεία: ἥ v. l. = ἡγεμονία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμονεία: ἡμαρτημ. τύπος ἀντὶ ἡγεμονία.

Greek Monolingual

ἡγεμόνεια, ἡ (Α)
θηλ. του Ηγεμονεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ηγεμον-εύς (πρβλ. ιερεύς, ιέρεια)].