προσεπιδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
(6_1)
(34)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεπιδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[προσέτι]], Κλήμ. Ἀλ. 825.
|lstext='''προσεπιδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[προσέτι]], Κλήμ. Ἀλ. 825.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐπιδιδάσκω]]<br />[[διδάσκω]] επιπροσθέτως.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 761] (s. διδάσκω), noch dazu belehren, Clem. Al. strom. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιδῐδάσκω: διδάσκω προσέτι, Κλήμ. Ἀλ. 825.

Greek Monolingual

Α ἐπιδιδάσκω
διδάσκω επιπροσθέτως.