ῥοπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roptos
|Transliteration C=roptos
|Beta Code=r(opto/s
|Beta Code=r(opto/s
|Definition=ή, όν<b class="b3">, (ῥόφω)</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ῥοφητός]], Hp. ap. Gal.19.136.</span>
|Definition=ῥοπτή, ῥοπτόν, ([[ῥόφω]]) = [[ῥοφητός]], Hp. ap. Gal.19.136.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = [[ῥοφητός]], «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
|lstext='''ῥοπτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = [[ῥοφητός]], «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που χρησιμοποιείται ως [[ρόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥοφητός]] (> <i>ῥοφτός</i> > [[ῥοπτός]]), <b>βλ.</b> και λ. [[ῥόμμα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπτός Medium diacritics: ῥοπτός Low diacritics: ροπτός Capitals: ΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: rhoptós Transliteration B: rhoptos Transliteration C: roptos Beta Code: r(opto/s

English (LSJ)

ῥοπτή, ῥοπτόν, (ῥόφω) = ῥοφητός, Hp. ap. Gal.19.136.

German (Pape)

[Seite 849] adj. verb. zu ῥοφέω, geschlürft, zu schlürfen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥοφῶ, = ῥοφητός, «ῥοπτῶν, ῥοφημάτων, ἢ πάντων τῶν ὁπωσοῦν ῥοφουμένων» Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥοφητός (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα.