σκάμνον: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(6_21)
 
(37)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκάμνον''': τό, Λατ. scamnum, [[κάθισμα]],σκαμνί, Βυζ.· - ἀλλὰ σκάμνος, ὁ, = [[σκίμπους]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἴδε [[ἀσκάντης]].
|lstext='''σκάμνον''': τό, Λατ. scamnum, [[κάθισμα]],σκαμνί, Βυζ.· - ἀλλὰ σκάμνος, ὁ, = [[σκίμπους]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἴδε [[ἀσκάντης]].
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />το [[σκαμνί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>scamnum</i> «[[βάθρο]], [[εδώλιο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σκάμνον: τό, Λατ. scamnum, κάθισμα,σκαμνί, Βυζ.· - ἀλλὰ σκάμνος, ὁ, = σκίμπους, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 633· ἴδε ἀσκάντης.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
το σκαμνί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scamnum «βάθρο, εδώλιο»].