ὑπόδουλος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(6_18)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόδουλος''': -ον, ὁ ὑποδουλωθείς, ὑποτεταγμένος, [[ὑπήκοος]], Θεόφιλος Ἀντιοχ. πρὸς Αὐτόλυκον 2, σ. 256.
|lstext='''ὑπόδουλος''': -ον, ὁ ὑποδουλωθείς, ὑποτεταγμένος, [[ὑπήκοος]], Θεόφιλος Ἀντιοχ. πρὸς Αὐτόλυκον 2, σ. 256.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόδουλος]], -ον, ΝΜ [[δοῦλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[ξένη]] [[κυριαρχία]], υποταγμένος, [[σκλάβος]] («υπόδουλο [[έθνος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι υπόδουλοι</i><br />οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό [[ζυγό]], ραγιάδες<br /><b>μσν.</b><br />[[δούλος]] σε κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 20:45, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Untersklav, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδουλος: -ον, ὁ ὑποδουλωθείς, ὑποτεταγμένος, ὑπήκοος, Θεόφιλος Ἀντιοχ. πρὸς Αὐτόλυκον 2, σ. 256.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόδουλος, -ον, ΝΜ δοῦλος
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από ξένη κυριαρχία, υποταγμένος, σκλάβος («υπόδουλο έθνος»)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι υπόδουλοι
οι Έλληνες που ήταν σκλαβωμένοι στον τουρκικό ζυγό, ραγιάδες
μσν.
δούλος σε κάποιον.