πανόσιος: Difference between revisions
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_4) |
(30) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰνόσιος''': -α, -ον, [[πάνυ]] [[ὅσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727. | |lstext='''πᾰνόσιος''': -α, -ον, [[πάνυ]] [[ὅσιος]], Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πανόσιος]], -ία, -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> οσιότατος, [[κατά]] τα [[πάντα]] όσιος<br /><b>2.</b> (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) <i>ο πανοσιότατος</i> και <i>πανοσιώτατος</i><br />[[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 461] ganz heilig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνόσιος: -α, -ον, πάνυ ὅσιος, Συλλ. Ἐπιγρ 8638, 8727.
Greek Monolingual
-α, -ο / πανόσιος, -ία, -ον, ΝΜ
1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος
2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος
τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.).