ἡνιοχευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iniocheftikos
|Transliteration C=iniocheftikos
|Beta Code=h(nioxeutiko/s
|Beta Code=h(nioxeutiko/s
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">ἡνιοχικός, ἀρετή</b> Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).83</span>. Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -κῶς <span class="bibl"><span class="title">Et.Gud.</span> 672.29</span>.</span>
|Definition=ἡνιοχευτική, ἡνιοχευτικόν, = [[ἡνιοχικός]], [[ἀρετή]] Sch.Pi.''O.''10(11).83. Adv. [[ἡνιοχευτικῶς]] ''Et.Gud.'' 672.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
|lstext='''ἡνιοχευτικός''': ἡ, όν, = [[ἡνιοχικός]], Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοχευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ηνιοχεύω]]<br />[[ηνιοχικός]] («ἡνιοχευτική [[ἀρετή]]», Σχόλ. στον <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχευτικῶς</i><br />με ηνιοχευτικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχευτικός Medium diacritics: ἡνιοχευτικός Low diacritics: ηνιοχευτικός Capitals: ΗΝΙΟΧΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniocheutikós Transliteration B: hēniocheutikos Transliteration C: iniocheftikos Beta Code: h(nioxeutiko/s

English (LSJ)

ἡνιοχευτική, ἡνιοχευτικόν, = ἡνιοχικός, ἀρετή Sch.Pi.O.10(11).83. Adv. ἡνιοχευτικῶς Et.Gud. 672.29.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, das Wagenlenken betreffend, τέχνη Schol. Pind. Ol. 10, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχευτικός: ἡ, όν, = ἡνιοχικός, Σχόλ. Πινδ. Ο. 10. 83. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτ. Γουδ. 672.

Greek Monolingual

ἡνιοχευτικός, -ή, -όν (Α) ηνιοχεύω
ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.).
επίρρ...
ἡνιοχευτικῶς
με ηνιοχευτικό τρόπο.