μοναστής: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_19)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μονάζων, [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9544. 11· ― θηλ. μονάστρια, μοναχή, καλογραῖα, Ἐκκλ.
|lstext='''μοναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μονάζων, [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9544. 11· ― θηλ. μονάστρια, μοναχή, καλογραῖα, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[μονάστρια]] (ΑΜ [[μοναστής]]) [[μονάζω]]<br />[[μοναχός]], [[καλόγερος]], [[ερημίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, der einsam Lebende, Mönch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μοναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μονάζων, μοναχός, καλόγηρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 9544. 11· ― θηλ. μονάστρια, μοναχή, καλογραῖα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο θηλ. μονάστρια (ΑΜ μοναστής) μονάζω
μοναχός, καλόγερος, ερημίτης.