καλόγερος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek (Liddell-Scott)

καλόγερος: ἴδε καλόγηρος ἐν τέλει.

Greek Monolingual

και καλόγηρος και καλόγερας, ο (AM καλόγηρος)
αυτός που έχει περιβληθεί το μοναχικό σχήμα, ο μοναχός
νεοελλ.
μτφ.
1. ο ανύπαντρος
2. φλεγμονώδες εξάνθημα του δέρματος, ο δοθιήνας
3. είδος φορητής κρεμάστρας
4. είδος παιχνιδιού που παίζεται πάνω σε διάγραμμα το οποίο έχει χαραχθεί στο έδαφος
5. μικρός βράχος που προεξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας
6. φρ. «μπήκε ο καλόγερος στο φαΐ» — κάηκε το φαΐ, τσίκνισε
7. παροιμ. «αδειανός καλόγερος μύγες εκοντάρευε» — για οκνηρούς και αμέριμνους ανθρώπους
8. (αίνιγμα) α) «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι» — για τους κόκκους του ροδιού
β) «μακρύς μακρύς καλόγερος και κόκαλα δεν έχει» — για τον καπνό
γ) «μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα το κεφάλι» — για το φτυάρι του φούρνου
δ) «ψηλός ψηλός καλόγερος και πέρα η φωνή του» — για το καμπαναριό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλόγερος < καλόγηρος < καλ(ο)- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. εσχατό-γηρος υπέρ-γηρος].