βόθρευμα: Difference between revisions

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
(6_21)
(7)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βόθρευμα''': τό, [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Μανασσ. Χρον. 1673.
|lstext='''βόθρευμα''': τό, [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Μανασσ. Χρον. 1673.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[hoyo]], [[fosa]], <i>Poliorc</i>.212.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[βόθρευμα]], το (Μ) [[βοθρεύω]]<br />[[βόθρος]], όρυγμα.
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 452] τό, die Grube, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

βόθρευμα: τό, βόθρος, ὄρυγμα, Μανασσ. Χρον. 1673.

Spanish (DGE)

-ματος, τό hoyo, fosa, Poliorc.212.4.

Greek Monolingual

βόθρευμα, το (Μ) βοθρεύω
βόθρος, όρυγμα.