ἔμικτο: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(6_12)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμικτο''': ἴδε [[μίγνυμι]].
|lstext='''ἔμικτο''': ἴδε [[μίγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔμικτο:''' γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του [[μίγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἔμικτο: ἴδε μίγνυμι.

Greek Monotonic

ἔμικτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αόρ. βʹ του μίγνυμι.