σιτοβρύτις: Difference between revisions

From LSJ
(6_12)
 
(37)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτοβρύτις''': -ιδος, ἡ, ἔχουσα ἀφθονίαν σίτου, περὶ τῆς Δήμητρος, Ποιητὴς παρὰ Wernd. εἰς Φιλῆν σ. 40.
|lstext='''σῑτοβρύτις''': -ιδος, ἡ, ἔχουσα ἀφθονίαν σίτου, περὶ τῆς Δήμητρος, Ποιητὴς παρὰ Wernd. εἰς Φιλῆν σ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Μ<br />(ως [[προσωνυμία]] της Δήμητρος) αυτή που παρέχει [[αφθονία]] σιταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[βρύω]] «[[παράγω]], [[παρέχω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τις</i> τών θηλ.].
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοβρύτις: -ιδος, ἡ, ἔχουσα ἀφθονίαν σίτου, περὶ τῆς Δήμητρος, Ποιητὴς παρὰ Wernd. εἰς Φιλῆν σ. 40.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Μ
(ως προσωνυμία της Δήμητρος) αυτή που παρέχει αφθονία σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + βρύω «παράγω, παρέχω» + κατάλ. -τις τών θηλ.].