τρίωρος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_17) |
(42) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίωρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, [[μετὰ]] τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278. | |lstext='''τρίωρος''': -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, [[μετὰ]] τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίωρος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που διαρκεί [[τρεις]] ώρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τρίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τριών ωρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i>), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>ωρος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:48, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
τρίωρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὡρῶν, μετὰ τρίωρον χρόνον Γεώργ. Λαπίθ. ἐν Noticcs τ. 13, σ. 27, στ. 278.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίωρος, -ον, ΝΜ
αυτός που διαρκεί τρεις ώρες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίωρο
χρονικό διάστημα τριών ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ωρος (< ὥρα), πρβλ. ἑπτά-ωρος].