εὐπερίληπτος: Difference between revisions

(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efperiliptos
|Transliteration C=efperiliptos
|Beta Code=eu)peri/lhptos
|Beta Code=eu)peri/lhptos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily embraced</b>, <span class="bibl">Hippiatr.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., <b class="b2">limited</b>, ὑποθέσεις <span class="bibl">Plb.7.7.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to comprehend</b>, ἀνθρώπῳ <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.4</span>.</span>
|Definition=εὐπερίληπτον,<br><span class="bld">A</span> [[easily embraced]], Hippiatr.14.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[limited]], ὑποθέσεις Plb.7.7.6.<br><span class="bld">II</span> [[easy to comprehend]], ἀνθρώπῳ Porph.''Abst.''3.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίληπτος:''' легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий ([[ὑπόθεσις]] εὐ. καὶ [[στενή]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπερίληπτος''': -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· [[ἐντεῦθεν]], συνεσταλμένος, [[στενός]], Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.
|lstext='''εὐπερίληπτος''': -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· [[ἐντεῦθεν]], συνεσταλμένος, [[στενός]], Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπερίληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[κατανοητός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συνοψίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο μη [[διεξοδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-[[ληπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περιλαμβάνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

εὐπερίληπτον,
A easily embraced, Hippiatr.14.
2 metaph., limited, ὑποθέσεις Plb.7.7.6.
II easy to comprehend, ἀνθρώπῳ Porph.Abst.3.4.

German (Pape)

[Seite 1088] leicht zu umfassen, also nicht sehr ausgedehnt, Pol. 7, 7, 6.

Russian (Dvoretsky)

εὐπερίληπτος: легко охватываемый, т. е. небольшой, узкий (ὑπόθεσις εὐ. καὶ στενή Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίληπτος: -ον, εὐκόλως περιλαμβανόμενος· ἐντεῦθεν, συνεσταλμένος, στενός, Πολύβ. 7. 7, 6. ΙΙ. εὐκόλως κατανοούμενος, Πορφυρίου περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπερίληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ο ευκολονόητος
αρχ.
1. αυτός που συνοψίζεται εύκολα
2. συνεκδ. ο μη διεξοδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ληπτός (< περιλαμβάνω)].