καπηλευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(6_19)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰπηλευτής''': -οῦ, ὁ, = [[κάπηλος]], Γλωσσ.
|lstext='''κᾰπηλευτής''': -οῦ, ὁ, = [[κάπηλος]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καπηλευτής]]) [[καπηλεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελος<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάπηλος]], [[ιδιοκτήτης]] μικρού καταστήματος.
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, = κάπηλος?

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλευτής: -οῦ, ὁ, = κάπηλος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καπηλευτής) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελος
αρχ.
κάπηλος, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος.