καπηλευτής

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1322] ὁ, = κάπηλος?

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπηλευτής: -οῦ, ὁ, = κάπηλος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καπηλευτής) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλές ιδέες ή αισθήματα για δικό του όφελος
αρχ.
κάπηλος, ιδιοκτήτης μικρού καταστήματος.