νικοδέσποτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νικοδέσποτος''': ὁ [[θεός]], ὁ τῆς νίκης [[δεσπότης]], Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi. | |lstext='''νικοδέσποτος''': ὁ [[θεός]], ὁ τῆς νίκης [[δεσπότης]], Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νικοδέσποτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που απονέμει τη [[νίκη]] ως [[δεσπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίκη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό φων. -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότης]] ([[πρβλ]]. [[φιλοδέσποτος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 8 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
νικοδέσποτος: ὁ θεός, ὁ τῆς νίκης δεσπότης, Θ. Λάσκ. σ. 765, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
νικοδέσποτος, -ον (Μ)
αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + δεσπότης (πρβλ. φιλοδέσποτος)].