θορυβάζομαι: Difference between revisions

(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thoryvazomai
|Transliteration C=thoryvazomai
|Beta Code=qoruba/zomai
|Beta Code=qoruba/zomai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be troubled</b>, Ev.Luc.10.41 (v.l. [[τυρβάζῃ]]): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>633.34</span>.</span>
|Definition=Pass., to [[be troubled]], Ev.Luc.10.41 ([[varia lectio|v.l.]] [[τυρβάζῃ]]): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., ''EM''633.34.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θορυβάζομαι''': Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).
|lstext='''θορυβάζομαι''': Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).
}}
{{grml
|mltxt=[[θορυβάζομαι]] (Α) [[θόρυβος]]<br />θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, [[ανησυχώ]] («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ [[πολλά]]», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θορυβάζομαι:''' Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θορυβάζομαι]],<br />Pass. to be [[troubled]], NTest. [from θορῠβητικός]
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

English (LSJ)

Pass., to be troubled, Ev.Luc.10.41 (v.l. τυρβάζῃ): Act. in Gramm., Dosith.p.432 K., EM633.34.

Greek (Liddell-Scott)

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβοῦμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 41 (δι. γραφ. τυρβάζῃ).

Greek Monolingual

θορυβάζομαι (Α) θόρυβος
θορυβούμαι, ενοχλούμαι, ταράζομαι, ανησυχώ («μεριμνᾷς καὶ θορυβάζῃ περὶ πολλά», ΚΔ).

Greek Monotonic

θορυβάζομαι: Παθ., θορυβούμαι, ενοχλούμαι, βασανίζομαι, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

θορυβάζομαι,
Pass. to be troubled, NTest. [from θορῠβητικός]