ανησυχώ

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166

Greek Monolingual


1. βρίσκομαι σε ανησυχία, σε αγωνία, φοβούμαι
2. μεταδίδω σε κάποιον την ανησυχία μου, τον κάνω να ανησυχεί
3. είμαι αναστατωμένος ή προκαλώ αναστάτωση.