ανησυχώ

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual


1. βρίσκομαι σε ανησυχία, σε αγωνία, φοβούμαι
2. μεταδίδω σε κάποιον την ανησυχία μου, τον κάνω να ανησυχεί
3. είμαι αναστατωμένος ή προκαλώ αναστάτωση.