κλεψίσοφος: Difference between revisions

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
(6_18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλεψίσοφος''': -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.
|lstext='''κλεψίσοφος''': -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[κλεψίσοφος]], -ον (AM)<br />αυτός που προσποιείται τον σοφό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεψί</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[σοφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σοφός]]), [[πρβλ]]. [[πάνσοφος]], [[φιλόσοφος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίσοφος: -ον, προσποιούμενος τὸν σοφόν, κλεψίσοφοι νοθεύοντες τὰς γραφὰς Μεθόδ. σ. 376Β.

Greek Monolingual

κλεψίσοφος, -ον (AM)
αυτός που προσποιείται τον σοφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψί- (< κλέπτω) + -σοφός (< σοφός), πρβλ. πάνσοφος, φιλόσοφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].